εκπόρθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπόρθηση | οι | εκπορθήσεις |
γενική | της | εκπόρθησης* | των | εκπορθήσεων |
αιτιατική | την | εκπόρθηση | τις | εκπορθήσεις |
κλητική | εκπόρθηση | εκπορθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπορθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπόρθηση < (ελληνιστική κοινή) ἐκπόρθησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπόρθηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπορθώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπόρθηση
|