εκσκαπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκσκαπτικός < εκσκάπτ(ω) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.ska.ptiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]εκσκαπτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκσκαπτικός
|