εκσπερμάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκσπερμάτισμα < εκσπερματίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκσπερμάτισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του εκσπερματίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκσπερμάτισμα
|