εκστασιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκστασιάζομαι < εκ + στασιάζομαι ‹ ίστημι
Ρήμα
[επεξεργασία]εκστασιάζομαι
- μένω έκπληκτος από κάτι, κυριεύομαι από απέραντο θαυμασμό, θαμπώνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκστασιάζομαι