εκσφαλματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκσφαλματώνω < απο- + σφάλμα + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debug)

Ρήμα[επεξεργασία]

εκσφαλματώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]