εκτελούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εκτελούμαι, π.αόρ.: εκτελέστηκα, μτχ.π.π.: εκτελεσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εκτελώ
Δείτε επίσης : ἐκτελοῦμαι |
εκτελούμαι, π.αόρ.: εκτελέστηκα, μτχ.π.π.: εκτελεσμένος