εκτονώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτονώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκτονόω / ἐκτονῶ < ελληνιστική κοινή τονόω / τονῶ < αρχαία ελληνική τόνος < τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- ‎(τείνω)

εκτονώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]