εκτοξευτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτοξευτήρας < ρήμα εκτοξεύω + επίθημα -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτοξευτήρας αρσενικό
- συσκευή, μηχάνημα ή διάταξη εκτόξευσης
- κατευθύνετε τον εκτοξευτήρα του πυροσβεστήρα στη βάση της φωτιάς