εκφαύλιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφαύλιση οι εκφαυλίσεις
      γενική της εκφαύλισης* των εκφαυλίσεων
    αιτιατική την εκφαύλιση τις εκφαυλίσεις
     κλητική εκφαύλιση εκφαυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφαυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκφαύλιση < εκφαυλίζω + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ekˈfa.vli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φαύ‐λι‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκφαύλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]