εκφορτωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκφορτωτής αρσενικό
- μηχάνημα που εκφορτώνει
- άλλες μορφές: εκφορτωτήρας
- (επάγγελμα) άνθρωπος που εκφορτώνει
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφορτωτής
|