εκφόβιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκφόβιση | οι | εκφοβίσεις |
γενική | της | εκφόβισης* | των | εκφοβίσεων |
αιτιατική | την | εκφόβιση | τις | εκφοβίσεις |
κλητική | εκφόβιση | εκφοβίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφοβίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκφόβιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκφοβίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφόβιση
|