εκφύλιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφύλιση οι εκφυλίσεις
      γενική της εκφύλισης* των εκφυλίσεων
    αιτιατική την εκφύλιση τις εκφυλίσεις
     κλητική εκφύλιση εκφυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκφύλιση < εκφυλί(ζω) + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκφύλιση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]