εκχωρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκχωρητής αρσενικό (θηλυκό: εκχωρήτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που εκχωρεί κάτι σε άλλον (απαίτηση, δικαίωμα κ.λπ.)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκχωρητής
|