εκ των πραγμάτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκ των πραγμάτων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκ τῶν πραγμάτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ τῶν πραγμάτων (από τα πράγματα)

Έκφραση

[επεξεργασία]

εκ των πραγμάτων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]