ελαιόχρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαιόχρωμα < ελαιό- + χρώμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική couleur à l' huile[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.leˈo.xɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λαι‐ό‐χρω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιόχρωμα ουδέτερο
- μπογιά που η οποία παρασκευάζεται με διάφορα έλαια και χρωστικές προσμείξεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ελαιοχρωματίζω
- ελαιοχρωματισμός
- ελαιοχρωματιστής
- → δείτε τις λέξεις έλαιο και χρώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιόχρωμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ελαιόχρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ελαιό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)