ελασμάτινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελασμάτινος < ελασματ- (έλασμα) + -ινος < ελληνιστική ἔλασμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.laˈzma.ti.nos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ελασμάτινος, -η, -ο
- που έχει κατασκευαστεί από έλασμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελασμάτινος
|