ελαττωματικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελαττωματικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐλαττωματικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε ελαττωματικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ελαττωματικώς