ελαφρυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρυντικός η ελαφρυντική το ελαφρυντικό
      γενική του ελαφρυντικού της ελαφρυντικής του ελαφρυντικού
    αιτιατική τον ελαφρυντικό την ελαφρυντική το ελαφρυντικό
     κλητική ελαφρυντικέ ελαφρυντική ελαφρυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρυντικοί οι ελαφρυντικές τα ελαφρυντικά
      γενική των ελαφρυντικών των ελαφρυντικών των ελαφρυντικών
    αιτιατική τους ελαφρυντικούς τις ελαφρυντικές τα ελαφρυντικά
     κλητική ελαφρυντικοί ελαφρυντικές ελαφρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελαφρυντικός < ελαφρύνω + -τικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ελαφρυντικός

  1. που ελαφραίνει κάτι, το κάνει μικρότερο
    Για τους πρώτους έξι μήνες και μέχρι την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2016, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο 2017, βάση υπολογισμού των εισφορών θα είναι το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του 2015. Μετά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2016, θα γίνει ο αναγκαίος συμψηφισμός – χρεωστικός ή ελαφρυντικός. (*)
  2. που ελαφραίνει την ευθύνη κάποιου για ένα αδίκημα ή λάθος, την κάνει μικρότερη
     αντώνυμα: επιβαρυντικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) το ελαφρυντικό: (νομικός όρος) στοιχείο που μετριάζει την ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον, ωθώντας σε επίδειξη επιείκειας
    Κανένα ελαφρυντικό δεν αναγνώρισε ο Άρειος Πάγος σε 32χρονο -απεξαρτημένο πλέον- χρήστη ναρκωτικών, που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 4 ετών επειδή πριν από 13 χρόνια έκλεψε ένα λάστιχο και μία ζάντα αυτοκινήτου με την απειλή μαχαιριού. (*)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]