ελαφρόπετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαφρόπετρα θηλυκό (και αλαφρόπετρα, λαφρόπετροα)
- (γεωλογία) είδος ηφαιστειογενούς, ελαφρού και πορώδους πετρώματος που χρησιμοποιείται σαν οικοδομικό υλικό καθώς και για τη λείανση επιφανειών
- πέτρα από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για τη λείανση σκληρών μερών του δέρματος
- (συνεκδοχικά) συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται για λείανση του δέρματος