ελεεινώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐλεεινῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελεεινώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλεεινῶς < ἐλεεινός. Συγχρονικά αναλύεται σε ελεειν(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ελεεινώς