ελευθερώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελευθερώνομαι < παθητική φωνή του ρήμ. ελευθερώνω

ελευθερώνομαι

  1. με ελευθερώνουν.
  2. αφήνομαι ελεύθερος

#

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]