ελευσίνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελευσίνιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἐλευσίνιος
Επίθετο
[επεξεργασία]ελευσίνιος, α, -α
- που έχει σχέση με την Ελευσίνα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ελευσίνια
- Ελευσίνια Μυστήρια
- Ελευσίνιος
- → και δείτε τη λέξη Ελευσίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελευσίνιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)