ελεφαντίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελεφαντίαση | οι | ελεφαντιάσεις |
γενική | της | ελεφαντίασης* | των | ελεφαντιάσεων |
αιτιατική | την | ελεφαντίαση | τις | ελεφαντιάσεις |
κλητική | ελεφαντίαση | ελεφαντιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελεφαντιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελεφαντίαση θηλυκό
- (ιατρική): πάθηση - ανωμαλία του ανθρώπινου λεμφικού συστήματος με συνέπεια τη διόγκωση των πέριξ αυτού ιστών σε βαθμό που θυμίζουν ελεφάντινες διαστάσεις, εξ ου και η ονομασία της
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η πάθηση αυτή προκαλείται από βακτηριακή λοίμωξη, ενώ στα τροπικά μέρη προκαλείται συχνά από νηματώδεις σκώληκες.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελεφαντίαση
|