ελεφαντοκόκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελεφαντοκόκαλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελεφαντοκόκαλο
|
ελεφαντοκόκαλο ουδέτερο
|