ελλειπτική φράση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελλειπτική φράση < ελλειπτική και φράση
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ελλειπτική φράση
- (γραμματική) όρος που αφορά φράσεις στις παραλείπονται λέξεις ή και μεγάλο τμήμα τους χωρίς να γίνονται ακατανόητες
- ↪: Στον παρακάτω διάλογο, η φράση «Κι εγώ» είναι ελλειπτική:
- - «Δάκρυσα πολύ»
- - «Κι εγώ», εννοείται: «κι εγώ δάκρυσα πολύ», αλλά είναι πλήρως κατανοητό και χωρίς το «δάκρυσα πολύ».
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελλειπτική φράση
|