ελληνοράπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.li.noˈɾa.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λη‐νο‐ρά‐πτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελληνοράπτης αρσενικό
- (επάγγελμα) ράφτης ειδικευμένος σε ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές
- ※ Παραδοσιακές χειροποίητες στολές, που ράβουν οι ελληνοράπτες ή τερζήδες (ράφτες εθνικών ενδυμασιών από το τούρκικο terzi) και κεντάνε οι χρυσοραφτάδες (Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, εκδόσεις Ακακία, 2016)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- φραγκοράφτης (που ράβει φράγκικες φορεσιές)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελληνοράπτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ράφτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ελληνο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)