ελληνόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ελληνόγλωσσος
- που είναι σε ελληνική γλώσσα
- Μέτρα για την Ελληνόγλωσση παιδεία στο εξωτερικό
- Έντυπα ελληνόγλωσσα περιοδικά Κεντρικής Βιβλιοθήκης
- που μιλά ελληνικά
- Η καταγραφή των εντύπων που απευθύνονται σε ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό, εντύπων γραμμένων σε γλώσσα ελληνική με αποδέκτες ελληνόφωνους και ελληνόγλωσσους πληθυσμούς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελληνόγλωσσος
|