ελλόγιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ελλόγιμος
- (αρχαιοπρεπές) που διαπρέπει στα γράμματα, ο σοφός, ο λόγιος, ο μορφωμένος
- (αρχαιοπρεπές) ο αξιόλογος, ο διαπρεπής, σημαντικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελλόγιμος
|