εμβρυολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμβρυολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική embryologie < αρχαία ελληνική ἔμβρυον + -λογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμβρυολογία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εμβρυολόγος
- εμβρυολογικός
- → και δείτε τις λέξεις έμβρυο και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμβρυολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)