εμβρυοτόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμβρυοτόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμβρυοτόμος αρσενικό
- (ιατρική) ειδικό εργαλείο για την εμβρυοτομή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμβρυοτόμος