εμβόλιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμβόλιμο < αρχαία ελληνική ἐμβόλιμος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eɱˈvo.li.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εμβόλιμο ουδέτερο

  1. (στο θέατρο) το κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο πράξεις, χωρίς να σχετίζεται με την υπόθεση του έργου
     συνώνυμα: ιντερμέδιο, ιντερμέτζο
  2. (στην αρχαία τραγωδία) χορικό άσμα που δε σχετιζόνταν με την υπόθεση της τραγωδίας ή της κωμωδίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]