εμμονοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμμονοκρατία < εμμονή + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική immanence)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμμονοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεώρηση κατά την οποία το αποτέλεσμα ενυπάρχει στην αιτία που το προκάλεσε και το αντίθετο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)