εμπίπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπίπτω < αρχαία ελληνική ἐμπίπτω < ἐν + πίπτω
Ρήμα
[επεξεργασία]εμπίπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμπίπτω
|
Δείτε επίσης : ἐμπίπτω |
εμπίπτω
|