εμπιστευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπιστευτικός < εμπιστεύ(ομαι) + -τικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπι‐στευ‐τι‐κός
- ομόηχο: εμπιστευτικώς
Επίθετο
[επεξεργασία]εμπιστευτικός, -ή, -ό
- που στον εμπιστεύονται, ζητώντας σου να είσαι εχέμυθος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εμπιστευτικά
- εμπιστευτικότητα
- εμπιστευτικώς
- → δείτε τις λέξεις εμπιστεύομαι και πίστη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμπιστευτικός