εμπλουτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπλουτίζω < εν + πλουτίζω

εμπλουτίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]