εμπορευματοκιβωτιοφόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπορευματοκιβωτιοφόρο τα εμπορευματοκιβωτιοφόρα
      γενική του εμπορευματοκιβωτιοφόρου των εμπορευματοκιβωτιοφόρων
    αιτιατική το εμπορευματοκιβωτιοφόρο τα εμπορευματοκιβωτιοφόρα
     κλητική εμπορευματοκιβωτιοφόρο εμπορευματοκιβωτιοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπορευματοκιβωτιοφόρο < εμπορευματοκιβώτιο + -ο- + -φόρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εμπορευματοκιβωτιοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]