εμπορευματοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπορευματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εμπορευματοποιώ

εμπορευματοποιούμαι

  • με μετατρέπουν σε εμπόρευμα ενω είμαι αγαθό, ή πάντως ενώ δεν είμαι αντικείμενο προς εκμετάλλευση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]