εμπύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπύρωση | οι | εμπυρώσεις |
γενική | της | εμπύρωσης* | των | εμπυρώσεων |
αιτιατική | την | εμπύρωση | τις | εμπυρώσεις |
κλητική | εμπύρωση | εμπυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπύρωση < αρχαία ελληνική ἐμπῠ́ρωσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμπύρωση θηλυκό