εμφιλοχώρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφιλοχώρηση | οι | εμφιλοχωρήσεις |
γενική | της | εμφιλοχώρησης* | των | εμφιλοχωρήσεων |
αιτιατική | την | εμφιλοχώρηση | τις | εμφιλοχωρήσεις |
κλητική | εμφιλοχώρηση | εμφιλοχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφιλοχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμφιλοχώρηση < εμφιλοχωρώ + -ση < ελληνιστική κοινή ἐμφιλοχωρέω / ἐμφιλοχωρῶ < αρχαία ελληνική φιλοχωρέω / φιλοχωρῶ < φίλος + χῶρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμφιλοχώρηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφιλοχωρώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμφιλοχώρηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)