εμφυτοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμφυτοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) (φιλοσοφική) θεωρία που υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτες ιδέες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμφυτοκρατία
|