εμψυχωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εμψυχωτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εμψυχωτικά
- → δείτε τις λέξεις εμψυχώνω και ψυχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμψυχωτικός
|