ενέδρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενέδρευση | οι | ενεδρεύσεις |
γενική | της | ενέδρευσης* | των | ενεδρεύσεων |
αιτιατική | την | ενέδρευση | τις | ενεδρεύσεις |
κλητική | ενέδρευση | ενεδρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενεδρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενέδρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενεδρεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενέδρευση
|