εναλλάσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐναλλάσσομαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εναλλάσσομαι, μτχ.π.ε.: εναλλασσόμενος, π.αόρ.: εναλλάχθηκα