εναλλάσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εναλλάσσομαι, μτχ.π.ε.: εναλλασσόμενος, π.αόρ.: εναλλάχθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος εναλλάσσω
Δείτε επίσης : ἐναλλάσσομαι |
εναλλάσσομαι, μτχ.π.ε.: εναλλασσόμενος, π.αόρ.: εναλλάχθηκα