εναλλακτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εναλλακτήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εναλλακτήρας αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) σύγχρονη γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος (δηλαδή που περιστρέφεται με τη σύγχρονη ταχύτητα όπου P ο αριθμός των πόλων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εναλλακτήρας