εναποθέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εναποθέτω < ελληνιστική κοινή ἐναποτίθημι < αρχαία ελληνική ἐν + ἀποτίθημι < ἀπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + αποθέτω

εναποθέτω (παθητική φωνή: εναποτίθεμαι)

  1. θέτω κάτι κάπου σωρευτικά, συγκεντρώνω
  2. αναθέτω, δίνω, αφήνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]