ενδεής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενδεής | η | ενδεής | το | ενδεές |
γενική | του | ενδεούς* | της | ενδεούς | του | ενδεούς |
αιτιατική | τον | ενδεή | την | ενδεή | το | ενδεές |
κλητική | ενδεή(ς) | ενδεής | ενδεές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενδεείς | οι | ενδεείς | τα | ενδεή |
γενική | των | ενδεών | των | ενδεών | των | ενδεών |
αιτιατική | τους | ενδεείς | τις | ενδεείς | τα | ενδεή |
κλητική | ενδεείς | ενδεείς | ενδεή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδεής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδεής[1] < ἐνδέω (έχω ανάγκη, είμαι κατώτερος)[2] < ἐν + δέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /en.ðeˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δε‐ής
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδεής, -ής, -ές
- που ζει στερούμενος τα αναγκαία αγαθά, μέσα στην ένδεια, πολύ φτωχός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη δέω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ενδεής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)