ενδοαυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοαυλικός < ενδο- + αυλός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική endoluminal)
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοαυλικός, -ή, -ό
- (ανατομία) άλλη μορφή του ενδαυλικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αυλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοαυλικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)