ενδοομιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /en.ðo.o.mi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐ο‐μι‐λι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοομιλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά την εσωτερική κατάσταση ενός ομίλου, κι όχι τα πράγματα εκτός ομίλου
- ※ Επίσης ζητούν να αυξηθούν τα μέτρα για την ασφάλεια στην εργασία, να καταργηθεί η ανάθεση εργασιών με εργολαβίες και ο ενδοομιλικός δανεισμός εργαζομένων. (Σοφία Χριστοφορίδου, Κλειστό παραμένει και το δεύτερο μεγάλο χαλυβουργείο της Θεσσαλονίκης, εφ. Μακεδονία, 17 Ιουλίου 2019)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όμιλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοομιλικός
|