ενδορινικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενδορινικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που βρίσκεται μέσα στη ρινική κοιλότητα
- Περισσότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2005, το ζεύγος Μόζερ ανακάλυψε το δεύτερο τμήμα του συστήματος προσανατολισμού: πρόκειται για τα λεγόμενα «κύτταρα πλέγματος» στον ενδορινικό φλοιό του εγκεφάλου, τα οποία ενεργοποιούνται με χαρακτηριστικά μοτίβα όταν κανείς ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδορινικός