ενδοσκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδοσκοπώ < ενδοσκόπιο + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

ενδοσκοπώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]